- προσφθεγκτήριος
- προσ-φθεγκτήριος, α, ον,A accosting; δῶρα π. gifts brought to a bride with a salutation, Id.3.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφθεγκτήριος — ία, ον, Α αυτός που γίνεται με προσφώνηση, με χαιρετισμό («προσφθεγκτήρια δῶρα» δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη με χαιρετισμό, Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφθέγγομαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θελκ τήριος)] … Dictionary of Greek
προσφθεγκτήρια — προσφθεγκτήριος accosting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)